στατική
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
βλ. στατικός.
Russian (Dvoretsky)
στᾰτική: ἡ (sc. ἐπιστήμη или τέχνη) статика, учение о весе Plat.
English (Woodhouse)
(see also: στατικός) art of weighing