ζητητός
English (LSJ)
ή, όν,
A sought for, τινι S.OC389.
German (Pape)
[Seite 1140] gesucht, erwünscht, Soph. O. C. 389, τινί,
Greek (Liddell-Scott)
ζητητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ζητούμενος ἢ ζητηθείς, ὃν ἐζήτησεν ἢ ζητεῖ τις, τινι Σοφ. Ο. Κ. 389.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d’être recherché.
Étymologie: adj. verb. de ζητέω.
Greek Monolingual
ζητητός, -ή, -όν (Α) ζητώ
αυτός που αναζητείται, που είναι αντικείμενο έρευνας.
Greek Monotonic
ζητητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ζητέω, αυτός τον οποίο ζητεί ή ζήτησε κάποιος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ζητητός: [adj. verb. к ζητέω разыскиваемый, желанный: ζ. τινι ἔσεσθαι Soph. стать (в будущем) предметом поисков, т. е. быть окруженным почитанием.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζητητός -ή -όν [ζητέω] gezocht.