ἀναμεστόω

Revision as of 13:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A fill up, fill full, Ar.Ra.1084 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 198] voll machen, anfüllen, ἡ πόλις ὑπὸ γραμματέων (Bergk em. ὑπογραμματέων) ἀνεμεστώθη Ar. Ran. 1082.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμεστόω: μέλλ. -ώσω, πληρῶ ἐξ ὁλοκλήρου, γεμίζω ἐντελῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1084, ἐν τῷ παθ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
remplir.
Étymologie: ἀνάμεστος.

Greek Monotonic

ἀναμεστόω: μέλ. -ώσω, γεμίζω εξ ολοκλήρου, κάνω κάτι πλήρες μέχρι πάνω, σε Αριστοφ., στην Παθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμεστόω: переполнять, pass. быть переполненным, битком набитым Luc., изобиловать (τινος Arph.).

Middle Liddell


to fill up, fill full, Ar., in Pass.