δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
πρῖσμα: ατος τό1) тж. pl. опилки Anth.;2) мат. призма.
πρῖσμα -ατος, τό [1. πρίω] wat gezaagd is zaagsel. geneesk. wond na trepanatie.