συνευνέτις

From LSJ
Revision as of 04:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
c. σύνευνος.
Étymologie: fém. de συνευνέτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνευνέτις -ιδος, ἡ, Att. ook ξυνευνέτις [συνευνέτης] bedgenote.

Russian (Dvoretsky)

συνευνέτις: ῐδος ἡ Eur. = ἡ σύνευνος.