κατελεύσομαι
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
French (Bailly abrégé)
v. κατέρχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κατελεύσομαι: κατελθεῖν: μέλλ. καὶ ἀόρ. τοῦ ῥήμ. κατέρχομαι.
Greek Monotonic
κατελεύσομαι: μέλ. του κατέρχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατελεύσομαι fut. bij κατέρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
κατελεύσομαι: fut. к κατέρχομαι.