κατελεύσομαι

From LSJ
Revision as of 22:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source

French (Bailly abrégé)

v. κατέρχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατελεύσομαι: κατελθεῖν: μέλλ. καὶ ἀόρ. τοῦ ῥήμ. κατέρχομαι.

Greek Monotonic

κατελεύσομαι: μέλ. του κατέρχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατελεύσομαι fut. bij κατέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατελεύσομαι: fut. к κατέρχομαι.