δεῖος

From LSJ
Revision as of 06:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek (Liddell-Scott)

δεῖος: τό, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ δέος (ὡς κλεῖος ἀντὶ τοῦ κλέος), χλωροὶ ὑπαὶ δείους Ἰλ. Ο. 4.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
épq.
c. δέος.

Greek Monotonic

δεῖος: τό, Επικ. αντί δέος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δεῖος: I только gen. δείους τό Hom. = δέος.
II ὁ дий (один из музыкальных ладов) Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεῖος zie δῖος.