ἅδον
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
Ep. for ἕαδον, aor. 2 of ἁνδάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἅδον: Ἐπ., ἀντὶ τοῦ ἕαδον· ἀόρ. β΄ τοῦ ἁνδάνω.
French (Bailly abrégé)
ao.2 épq. de ἁνδάνω.
English (Autenrieth)
see ἁνδάνω.
Spanish (DGE)
ἀρέσκειαν σημαίνει καὶ γνώμην· ἢ κόρον ἢ κόπον EMα 265 (cf. prob. 1 ἅδος y 2 ἅδος).
v. ἁνδάνω.
Greek Monotonic
ἅδον: Επικ. αντί ἕαδον, αόρ. βʹ του ἁνδάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἅδον: (ᾰ) эп. aor. 2 к ἁνδάνω.