ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
3ᵉ sg. ao.2 sbj. épq. de ἅλλομαι.
see ἅλλομαι.
ἅλεται: и ἅληται эп. 3 л. sing. aor. conjct. к ἅλλομαι.
ἅλεται ep. conj. aor. 3 sing. van ἅλλομαι.