ἀμπτυχή
From LSJ
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
Spanish (DGE)
(ἀναπτῠχή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): poét. ἀμπτυχή sólo en plu.
1 extensión abierta, inmensidad ἰὼ ἰώ, λαμπρᾶς αἰθέρος ἀμπτυχαί E.Io 1445, οὐρανοῦ S.Fr.956, ἡλίου ... ἀναπτυχαί disco del sol E.Hipp.601.
2 acción de abrir los ojos, mirada ὄμμα τοὐμὸν ἀμπτυχαί τ' ἐλεύθεροι mis miradas se despliegan libremente E.El.868.
French (Bailly abrégé)
v. ἀναπτυχή.
Greek Monotonic
ἀμπτῠχή: ποιητ. αντί ἀναπτυχή.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπτυχή: ἡ Eur. = ἀναπτυχή.