abandon
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
quit: P. and V. λείπω, λείπειν, καταλείπω, καταλείπειν, ἀπολείπω, ἀπολείπειν, ἐκλείπω, ἐκλείπειν, προλείπω, προλείπειν, ἀμείβειν (Plato but rare P.), V. ἐξαμείβειν, ἐκλιμπάνειν.
relinquish: P. and V. ἀφίστασθαι; (gen.), ἐξίστασθαι (gen.), μεθιέναι, Ar. and V. μεθίεσθαι; (gen.), V. διαμεθιέναι.
leave in the lurch: P. and V. λείπω, λείπειν, καταλείπω, καταλείπειν, προλείπω, προλείπειν, ἀποστατεῖν (gen.) (Plato), προδιδόναι, ἐρημοῦν, Ar. and P. προιέναι or mid.
give up, yield: P. and V. ἐκδιδόναι, παριέναι.
leave empty: P. and V. κενοῦν, ἐρημοῦν.
abandon (a feeling, etc.): P. and V. μεθιέναι, ἀφιέναι, V. παριέναι.
abandon oneself to a feeling, etc.): P. and V. χρῆσθαι; (dat.).
abandon to slavery: εἰς δουλείαν προέσθαι (Dem. 102).
they abandoned themselves to their fate: P. προΐεντο σφᾶς αὐτούς (Thuc. 2, 51).