ἀποβιβρώσκω
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
A eat off, in aor. Pass. χεῖρας ἀποβρωθέντα AP7.294 (Tull. Laur.).
German (Pape)
[Seite 297] (s. βιβρώσκω), abessen, verzehren, Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβιβρώσκω: μέλλ. -βρώσω, καταβιβρώσκω, κατατρώγω, Ἀνθ. Π. 7. 294 ἐν τῷ παθ. ἀορ. χεῖρας ἀποβρωθέντα.
Spanish (DGE)
1 devorar en v. pas. c. ac. de rel. χεῖρας ἀποβρωθέντα AP 7.294 (Tull.Laur.).
2 lacerar, desollar (δεσμόν) ἀποβιβρώσχοντα τὼ χεῖρε Zen.6.44, Prou.Bodl.944.
Russian (Dvoretsky)
ἀποβιβρώσκω: отъедать, обгладывать (χεῖρας ἀποβρωθείς Anth.).