ἀράγδην
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
[ᾰρ], Adv., (ἀράσσω)
A with a rattle, Luc.Lex.5.
German (Pape)
[Seite 343] mit Gerassel, Luc. Lexiph. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀράγδην: ἐπίρ. (ἀράσσω), μετ’ ἀραγμοῦ, πατάγου, κρότου, Λουκ. Λεξιφ. 5.
Spanish (DGE)
adv. entrechocando, con choque μολυβδαίνας χερμαδίους ἀ. ἔχων ἐχειροβόλει tiraba bolitas de plomo y las hacía entrechocar Luc.Lex.5 (cód.).
• Etimología: Cf. ἀράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀράγδην: adv. с бряцанием, с треском Luc.