γλαυκόχρως

From LSJ
Revision as of 19:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

English (Slater)

γλαυκόχρως
   1 grey-coloured, silver-grey cf. Leumann, Hom. Wörter, 152. γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) cf. Bacch. 11. 29.

Spanish (DGE)

-χροος
de color brillante, verde blanquecino o grisáceo ᾧ ... ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας Pi.O.3.13, γλαυκόχροα θαλλὸν ἐλαίης Nonn.D.22.72.

Russian (Dvoretsky)

γλαυκόχρως: οος adj. зеленоватый, светло-зеленый (ἐλαία Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλαυκόχρως -οος γλαυκός, χρόα met een blauwgroene kleur. Pind.