διασαικωνίζω
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
A v. διασαλακωνίζω.
Spanish (DGE)
glos. a σαικωνίσαι Hsch.
Russian (Dvoretsky)
διασαικωνίζω: Arph. v. l. = διασαλακωνίζω.