γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
d’une manière suffisante, en donnant satisfaction à des besoins.Étymologie: διαρκής.
διαρκῶς: в достатке, зажиточно (διαρκέστατα ζῆν εἰς τὸ γῆρας Xen.).