δίκην
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
adv.
v. δίκη.
(AM δίκην)
επίρρ. βλ. δίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. δίκη.
δίκην: дор. δίκαν (ῐ) в знач. praep. cum gen. по обычаю, наподобие: δ. ἀγγέλου Aesch. словно вестник; λύκοιο δ. Pind. по-волчьи; δ. ὄρνιθος Plat. по-птичьи.
do penance for, in the manner of, pay the penalty