διόψομαι

Revision as of 19:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. διοράω.

Greek (Liddell-Scott)

διόψομαι: ἴδε ἐν λ. διοράω.

French (Bailly abrégé)

f. de διοράω.

Spanish (DGE)

v. διοράω.

Greek Monotonic

διόψομαι: μέλ. του διοράω.

Russian (Dvoretsky)

διόψομαι: fut. к διοράω.