δυσχερῶς
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
French (Bailly abrégé)
adv.
avec peine.
Étymologie: δυσχερής.
Russian (Dvoretsky)
δυσχερῶς: с неудовольствием, неохотно (ἔχειν πρός τι Plat. и πρός τινα Polyb.).
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
adv.
avec peine.
Étymologie: δυσχερής.
δυσχερῶς: с неудовольствием, неохотно (ἔχειν πρός τι Plat. и πρός τινα Polyb.).