ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
SourceEnglish (Slater)
ἐπόπτας one who watches over ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (Leto, Apollo, Artemis) (N. 9.5)
Russian (Dvoretsky)
ἐπόπτας: дор. Pind. = ἐπόπτης.