κολίας

Revision as of 02:13, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A coly-mackerel, Scomber colias, Epich.62, Ar.Fr.414, Arist.HA598a24, Opp.H.1.184.

German (Pape)

[Seite 1473] ὁ, eine Art Thunfisch; Ar. fr. 365; Ath. III, 120 f; Arist. H. A. 8, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κολίας: -ου, ὁ, εἶδος θύννου (ἰχθύος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de maquereau (scomber colias), poisson.
Étymologie: DELG étym. inconnue ; gr.mod. κολιός.
Par. σκόμβρος.

Greek Monolingual

ο (Α κολίας)
είδος του ψαριού σκόμβρος, κολιός
νεοελλ.
ζωολ. πολύχρωμες πεταλούδες τών οποίων οι κάμπιες προκαλούν ζημιές σε διάφορα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ίας, που απαντά συχνά σε ονομασίες ζώων και ειδικά ψαριών (πρβλ. καρχαρ-ίας, ξιφ-ίας)].

Russian (Dvoretsky)

κολίας: ου ὁ колий (рыба, разновидность тунца) Arst.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a mackerel-like fish, Scomber colias (Epich., Ar., Arist.).
Derivatives: Diminut. κολίδιον (medic.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like ἀκανθίας, ξιφίας and other fish- and animal namen (Chantraine Formation 94); further unexplained. Cf. Thompson Fishes s. v.