κολίας
English (LSJ)
-ου, ὁ, coly-mackerel, Scomber colias, Epich.62, Ar.Fr.414, Arist.HA598a24, Opp.H.1.184.
German (Pape)
[Seite 1473] ὁ, eine Art Thunfisch; Ar. fr. 365; Ath. III, 120 f; Arist. H. A. 8, 13.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de maquereau (scomber colias), poisson.
Étymologie: DELG étym. inconnue ; gr.mod. κολιός.
Par. σκόμβρος.
Russian (Dvoretsky)
κολίας: ου ὁ колий (рыба, разновидность тунца) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κολίας: -ου, ὁ, εἶδος θύννου (ἰχθύος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 6.
Greek Monolingual
ο (Α κολίας)
είδος του ψαριού σκόμβρος, κολιός
νεοελλ.
ζωολ. πολύχρωμες πεταλούδες τών οποίων οι κάμπιες προκαλούν ζημιές σε διάφορα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ίας, που απαντά συχνά σε ονομασίες ζώων και ειδικά ψαριών (πρβλ. καρχαρίας, ξιφίας)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a mackerel-like fish, Scomber colias (Epich., Ar., Arist.).
Derivatives: Diminut. κολίδιον (medic.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like ἀκανθίας, ξιφίας and other fish- and animal namen (Chantraine Formation 94); further unexplained. Cf. Thompson Fishes s. v.
Frisk Etymology German
κολίας: {kolías}
Grammar: m.
Meaning: N. eines makrelenähnlichen Fisches, Scomber colias (Epich., Ar., Arist. u. a.)
Derivative: mit κολίδιον (Mediz.).
Etymology: Bildung wie ἀκανθίας, ξιφίας und andere Fisch- und Tiernamen (Chantraine Formation 94); im übrigen unerklärt. Zur Sache Thompson Fishes s. v.
Page 1,898