λιγύμοχθος
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
German (Pape)
[Seite 43] sich mit hellem Gesange abmühend, ἀηδών, Ar. Av. 1381, v. l. λιγύμυθος.
Russian (Dvoretsky)
λιγύμοχθος: без устали и звонко поющий (Arph. - v. l. λιγύφθογγος).