μετεντίθεμαι
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
French (Bailly abrégé)
faire transporter.
Étymologie: μετά, ἐντίθημι.
Russian (Dvoretsky)
μετεντίθεμαι: переносить, перекладывать (свой груз), перегружаться (μ. ἅπαντα τὸν γόμον Dem.).