Μινύειος
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
French (Bailly abrégé)
α, ον :
des Minyes ; Μινύειος Ὀρχομένος Orchomène du territoire des Minyes ; Μινύειος ποταμός le fleuve des Minyes, càd l’Anigros, en Élide.
Étymologie: Μινύαι.
English (Autenrieth)
Minyeian, belonging to the ancient stock of the Minyae in Orchomenus, Od. 11.284 and Il. 2.511.
Russian (Dvoretsky)
Μῐνύειος: эп.-ион. Μινυήϊος 3 принадлежащий племени миниев (Ὀρχομενός Hom., Thuc.): ἡ πόλις Μινυεία Pind. = Ὀρχομενός.