μώομαι

From LSJ
Revision as of 22:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

German (Pape)

[Seite 226] ep. gedehnte Form für μῶμαι, μάομαι.

French (Bailly abrégé)

seul. impér. prés. 2ᵉ sg. μώεο;
c. μῶμαι.

Greek (Liddell-Scott)

μώομαι: Ἐπ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ μάομαι.

Greek Monotonic

μώομαι: Επικ. εκτεταμ. τύπος του μάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μώομαι: (только 2 л. sing. imper. praes. μώεο) Xen. = μῶμαι.