Ὀλυμπίαζε

From LSJ
Revision as of 04:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
à Olympie avec mouv.
Étymologie: Ὀλυμπίας, -δε.

Greek Monotonic

Ὀλυμπίαζε: επίρρ., προς την Ολυμπία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Ὀλυμπίαζε: adv. в Олимпию Thuc.

Middle Liddell

to Olympia, Thuc.