παιδεραστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for παιδεραστία, Luc.Dom.4.
German (Pape)
[Seite 439] ή, όν, die Knabenliebe betreffend, τὰ παιδεραστικὰ συνεισόμεναι, Luc. de dom. 4.
Greek (Liddell-Scott)
παιδεραστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παιδεραστίαν, Λουκ. Οἶκος 4.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α παιδεραστικός, -ή, -όν) παιδεραστής
ο σχετικός με την παιδεραστία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδεραστικός -ή -όν [παιδεραστία] pederastisch; subst. τὰ παιδεραστικά pederastie.
Russian (Dvoretsky)
παιδεραστικός: Luc. adj. к παιδεραστής.