παραγλύφω

Revision as of 07:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

[ῠ],

   A counterfeit, τὰς σφραγῖδας D.S.1.78.    II cut a notch, παραγλύψαντα χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι Hp.Fract.31, cf. Gal.2.461, UP13.3.

German (Pape)

[Seite 474] ein fremdes Siegel nachmachen, es verfälschen, D. Sic. 1, 78; – oben einmeißeln, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παραγλύφω: [ῠ]: μέλλ. -ψω, παραχαράττω, τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγῖδας Διόδ. 1. 78· πρβλ. παρακόπτω. ΙΙ. ἀποξέω, Ἱππ. περὶ Ἀγμῶν 773, Γαλην. 2, 461, 17.

Greek Monolingual

Α
1. παραχαράσσω («ἤ τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγίδας», Διόδ.)
2. αποξέω σχηματίζοντας κοίλωμα, κοιλαίνω με λάξευση («παραγλύψαντα χρὴ τοῡ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + γλύφω «λαξένω, σκαλίζω»].

Russian (Dvoretsky)

παραγλύφω: (ῠ) (о печатях) подделывать (τὰς σφραγῖδας Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-γλύφω, geneesk., een inkeping maken.