παρακινδύνευσις

Revision as of 07:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A desperate venture, τὴν π. ποιεῖσθαι Th.5.100.

German (Pape)

[Seite 482] ἡ, das Wagen, waghaftes Un ternehmen; παρακινδύνευσιν ποιῶ, c. inf., Thuc. 5, 100; Sp., wie D. Hal. 1, 57.

Greek (Liddell-Scott)

παρακινδύνευσις: ἡ, ἐπικίνδυνον τόλμημα, Θουκ. 5. 100.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
audace excessive, témérité.
Étymologie: παρακινδυνεύω.

Greek Monotonic

παρακινδύνευσις: ἡ, επικίνδυνο τόλμημα, ριψοκίνδυνο εγχείρημα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παρακινδύνευσις: εως (δῡ) ἡ отважный шаг, опасное предприятие Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακινδύνευσις -εως, ἡ [παρακινδυνεύω] risico.