περίστυλον
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
German (Pape)
[Seite 595] τό, Säulengang, Gallerie; Pol. 10, 27, 10; Plut. Arat. 26.
Russian (Dvoretsky)
περίστῡλον: τό Diod., Plut. = περίστυλος II.