πλυντική
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
Russian (Dvoretsky)
πλυντική: ἡ (sc. τέχνη) искусство стирки Plat.
English (Woodhouse)
(see also: πλυντικός) art of washing