προτέρως
From LSJ
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
Greek (Liddell-Scott)
προτέρως: Ἐπίρρ. τοῦ πρότερος, κατὰ τὸν πρότερον τρόπον, Βυζ.
Greek Monolingual
Μ
επίρρ. βλ. πρότερος.
Russian (Dvoretsky)
προτέρως: ближайшим образом Arst.