συνεπιφθέγγομαι

Revision as of 09:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A reinforce one's utterance, Id.Tim.27; ὁ αὐλὸς σ. τῷ παιᾶνι τὸ θεῖον sounds it with . ., Id.2.713a.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιφθέγγομαι: ἀποθ., ἐπιφθέγγομαι ὁμοῦ, εἴτε δαιμονίου τινὸς συνεπιφθεγξαμένου Πλουτ. Τιμολ. 27· συνεπιφθέγγεται (ὁ αὐλὸς) τῷ παιᾶνι τὸ θεῖον ὁ αὐτ. 2. 713Α.

French (Bailly abrégé)

1 faire résonner avec;
2 acclamer ou encourager avec.
Étymologie: σύν, ἐπιφθέγγομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ
μιλώ ταυτοχρόνως με άλλον
αρχ.
1. λέω κάτι ενώ ταυτόχρονα γίνεται κάτι άλλο
2. μιλάω για το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιφθέγγομαι «μιλώ, αναφέρω»].

Greek Monolingual

ΜΑ
μιλώ ταυτοχρόνως με άλλον
αρχ.
1. λέω κάτι ενώ ταυτόχρονα γίνεται κάτι άλλο
2. μιλάω για το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιφθέγγομαι «μιλώ, αναφέρω»].

Russian (Dvoretsky)

συνεπιφθέγγομαι: 1) звучать вместе, вторить (τῷ παιᾶνι Plut.);
2) подкреплять своим голосом Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επιφθέγγομαι meeroepen.