ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
Full diacritics: σύνουρος | Medium diacritics: σύνουρος | Low diacritics: σύνουρος | Capitals: ΣΥΝΟΥΡΟΣ |
Transliteration A: sýnouros | Transliteration B: synouros | Transliteration C: synouros | Beta Code: su/nouros |
( ξύνουρος), A v. σύνορος.
-ον, Α
ιων. τ. βλ. σύνορος.
σύνουρος: Ιων. αντί σύν-ορος.
σύνουρος: ион. Aesch. = σύνορος.