ταναῶπις

Revision as of 12:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (ὤψ)

   A far-sighted, Emp.122.

German (Pape)

[Seite 1067] ιδος, ἡ, weit sehend, Empedocl. 11 ἡλιόπη, das Betrachten der Sonne.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰναῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ) ἡ μακρὰν βλέπουσα, ἔνθ’ ἦσαν χθονίη τε καὶ Ἡλιόπη ταναῶπις Ἐμπεδ. στ. 24.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
dont la vue s’étend ou porte au loin.
Étymologie: ταναός, ὤψ.

Greek Monolingual

-ώπιδος, ἡ, Α
αυτή που βλέπει μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα-ῶπις (αντί ταναο-ῶπις, με σίγηση του -ο-, πρβλ. τανα-ήκης) < ταναός «επιμήκης, μακρός» + -ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ-ῶπις].

Greek Monotonic

τᾰναῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτή που βλέπει μακριά, σε Εμπεδ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνᾰῶπις: ῐδος adj. далеко видящий, зоркий Emped.

Middle Liddell

τᾰνα-ῶπις, ιδος, ἡ, [ὤψ]
far-sighted, Emped.