Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ταναῶπις

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνᾰῶπις Medium diacritics: ταναῶπις Low diacritics: ταναώπις Capitals: ΤΑΝΑΩΠΙΣ
Transliteration A: tanaō̂pis Transliteration B: tanaōpis Transliteration C: tanaopis Beta Code: tanaw=pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (ὤψ) far-sighted, Emp.122.

German (Pape)

[Seite 1067] ιδος, ἡ, weit sehend, Empedocl. 11 ἡλιόπη, das Betrachten der Sonne.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
dont la vue s'étend ou porte au loin.
Étymologie: ταναός, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνᾰῶπις: ῐδος adj. далеко видящий, зоркий Emped.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰναῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ) ἡ μακρὰν βλέπουσα, ἔνθ’ ἦσαν χθονίη τε καὶ Ἡλιόπη ταναῶπις Ἐμπεδ. στ. 24.

Greek Monolingual

-ώπιδος, ἡ, Α
αυτή που βλέπει μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα-ῶπις (αντί ταναο-ῶπις, με σίγηση του -ο-, πρβλ. ταναήκης) < ταναός «επιμήκης, μακρός» + -ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκῶπις].

Greek Monotonic

τᾰναῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτή που βλέπει μακριά, σε Εμπεδ.

Middle Liddell

τᾰνα-ῶπις, ιδος, ἡ, [ὤψ]
far-sighted, Emped.