ταναῶπις
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (ὤψ) far-sighted, Emp.122.
German (Pape)
[Seite 1067] ιδος, ἡ, weit sehend, Empedocl. 11 ἡλιόπη, das Betrachten der Sonne.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
dont la vue s'étend ou porte au loin.
Étymologie: ταναός, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνᾰῶπις: ῐδος adj. далеко видящий, зоркий Emped.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰναῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ) ἡ μακρὰν βλέπουσα, ἔνθ’ ἦσαν χθονίη τε καὶ Ἡλιόπη ταναῶπις Ἐμπεδ. στ. 24.
Greek Monolingual
-ώπιδος, ἡ, Α
αυτή που βλέπει μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα-ῶπις (αντί ταναο-ῶπις, με σίγηση του -ο-, πρβλ. ταναήκης) < ταναός «επιμήκης, μακρός» + -ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκῶπις].
Greek Monotonic
τᾰναῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτή που βλέπει μακριά, σε Εμπεδ.
Middle Liddell
τᾰνα-ῶπις, ιδος, ἡ, [ὤψ]
far-sighted, Emped.