τρισκαιδεκέτης

From LSJ
Revision as of 02:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek (Liddell-Scott)

τρισκαιδεκέτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατριῶν ἐτῶν, Λυσί. 116. 28.

French (Bailly abrégé)

c. τρισκαιδεκαέτης.

Greek Monolingual

-ες, Α
βλ. τρεισκαιδεκ(α)έτης.

Greek Monotonic

τρισκαιδεκέτης: -ου, ὁ (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία δεκατριών ετών, σε Λυσ.

Russian (Dvoretsky)

τρισκαιδεκέτης: Anth. = τρισκαιδεκαέτης.

Middle Liddell

τρισκαιδεκ-έτης, ου, ὁ, ἔτος
thirteen years old, Lys.