ὑπερβεβλημένος
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβεβλημένος: [part. pf. pass. к ὑπερβάλλω
1) превосходный, необыкновенный (γυνή Eur.): ὑπερβεβλημένην φύσιν ἔχειν Plat. обладать исключительными дарованиями;
2) великолепный, пышный (ταφή Plat.).