великолепный
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
Russian > Greek
ἐναργής, ἀγλαός, θεῖος, σεῖος, ὑπερήφανος, μεγαλοπρεπής, ἀριπρεπής, πάμπρεπτος, ἀγαυρός, μεγαλεῖος, χιλιοτάλαντος, λιπαρός, ὑπέρκομπος, εὔμορφος, ἀγήνωρ, ἀγάνωρ, θεοπρεπής, ὑπερβεβλημένος, λαμπρός, κλυτός, μεγαλομερής, σοβαρός