φροντιστικῶς
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
adv.
avec soin, avec sollicitude.
Étymologie: φροντιστικός.
φροντιστικῶς: заботливо (ἐπισκέψασθαί τινος Xen.).