φροντιστικῶς
From LSJ
γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God
French (Bailly abrégé)
adv.
avec soin, avec sollicitude.
Étymologie: φροντιστικός.
Russian (Dvoretsky)
φροντιστικῶς: заботливо (ἐπισκέψασθαί τινος Xen.).