φροντιστικῶς

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec soin, avec sollicitude.
Étymologie: φροντιστικός.

Russian (Dvoretsky)

φροντιστικῶς: заботливо (ἐπισκέψασθαί τινος Xen.).