φυτουργεῖον
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
τό,
A nursery-garden, D.S.2.10,13; vulg., φυτούργιον, as in Gloss.
German (Pape)
[Seite 1320] τό, = φυτούργιον, Diod. Sic. 2, 10, jetzt aufgenommene v. l.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτουργεῖον: τό, φυτοκομεῖον, δενδροκομεῖον, Διόδ. 2. 10 καὶ 13· κοινῶς φέρεται φυτούργιον, ἐν Γλωσσ.
Greek Monolingual
και φυτούργιον, τὸ, Α φυτουργός
φυτώριο.
Russian (Dvoretsky)
φῠτουργεῖον: τό рассадник, питомник Diod.