φυτευτής
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
English (LSJ)
οῦ, ὁ, =
A pastinator, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1319] ὁ, der Pflanzer (?).
Greek (Liddell-Scott)
φῠτευτής: -οῦ, ὁ, φυτεύων, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 7, 4.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. φυτεύτρα Ν φυτεύω
αυτός που φυτεύει
αρχ.
αυτός που σκαλίζει, ιδίως λαχανικά ή σπαρτά, σκαλεύς.
Russian (Dvoretsky)
φῠτευτής: οῦ ὁ плантатор или садовник Arst.