περιεσκεμμένως

Revision as of 18:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Adv., (περισκέπτομαι)

   A circumspectly, Pl.Ax.365b, Ph.1.672, J.BJ1.24.1.

German (Pape)

[Seite 575] adv. part. perf. pass. von περισκέπτομαι, umsichtig, Plat. Ax. 365 b, nach den mss. für περιεσκεμμένος.

Greek (Liddell-Scott)

περιεσκεμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ περισκέπτομαι, μετὰ περισκέψεως, μετὰ προσοχῆς, Πλάτ. Ἀξίοχ. 305Β, Φίλων 1. 672.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. με περίσκεψη, προσεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεσκεμμένος του περισκέπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

περιεσκεμμένως: [part. pass. к περισκέπτομαι осмотрительно, внимательно Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιεσκεμμένως [περισκέπτομαι] adv., omzichtig.