περιεσκεμμένως
From LSJ
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
English (LSJ)
Adv., (περισκέπτομαι) circumspectly, Pl.Ax.365b, Ph.1.672, J.BJ1.24.1.
German (Pape)
[Seite 575] adv. part. perf. pass. von περισκέπτομαι, umsichtig, Plat. Ax. 365 b, nach den mss. für περιεσκεμμένος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιεσκεμμένως περισκέπτομαι adv., omzichtig.
Russian (Dvoretsky)
περιεσκεμμένως: part. pass. к περισκέπτομαι, осмотрительно, внимательно Plat.
Greek (Liddell-Scott)
περιεσκεμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ περισκέπτομαι, μετὰ περισκέψεως, μετὰ προσοχῆς, Πλάτ. Ἀξίοχ. 305Β, Φίλων 1. 672.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. με περίσκεψη, προσεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεσκεμμένος του περισκέπτομαι.