περιεσκεμμένως

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιεσκεμμένως Medium diacritics: περιεσκεμμένως Low diacritics: περιεσκεμμένως Capitals: ΠΕΡΙΕΣΚΕΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: perieskemménōs Transliteration B: perieskemmenōs Transliteration C: perieskemmenos Beta Code: perieskemme/nws

English (LSJ)

Adv., (περισκέπτομαι) circumspectly, Pl.Ax.365b, Ph.1.672, J.BJ1.24.1.

German (Pape)

[Seite 575] adv. part. perf. pass. von περισκέπτομαι, umsichtig, Plat. Ax. 365 b, nach den mss. für περιεσκεμμένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιεσκεμμένως περισκέπτομαι adv., omzichtig.

Russian (Dvoretsky)

περιεσκεμμένως: part. pass. к περισκέπτομαι, осмотрительно, внимательно Plat.

Greek (Liddell-Scott)

περιεσκεμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ περισκέπτομαι, μετὰ περισκέψεως, μετὰ προσοχῆς, Πλάτ. Ἀξίοχ. 305Β, Φίλων 1. 672.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. με περίσκεψη, προσεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεσκεμμένος του περισκέπτομαι.