ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
εῖσα, έν;
part. ao. Pass. de *προέρω.
–εῖσα, -έν, Ν
βλ. προλέγω.
προρρηθείς: εῖσα, έν part. aor. pass. к προερέω.
προρρηθείς -εῖσα -έν ptc. aor. pass. van* προείρω.