προμαλάττω
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-μαλάττω, Ion. προμαλάσσω tevoren kneden; overdr.. ἐπὶ τὸν δῆμον... προμαλαττόμενον tegen het volk dat tevoren bewerkt was Plut. Caes. 6.3.
German (Pape)
att. = προμαλάσσω.