συνεραστής

Revision as of 01:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A joint lover, Timocl.8.6; σ. τινῶν τῇ πόλει loving them jointly with . ., X.Smp.8.41, cf. Plot.5.8.10.

Greek (Liddell-Scott)

συνεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐραστής, Τιμολ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 6. σ. τινός τινι, ὁ ἐρῶν τινος ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Συμπ. 8. 41.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 rival en amour;
2 épris aussi de.
Étymologie: συνεράω¹.

Greek Monolingual

ὁ, Α ἐραστής
αυτός που αγαπά το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο («τῆς ἀληθείας συνεραστά», Γρηγ. Ναζ.).

Greek Monotonic

συνεραστής: -οῦ, ὁ, από κοινού εραστής, αυτός που αγαπά από κοινού με κάποιον άλλο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνεραστής: οῦ ὁ также любящий, соперник в любви Xen.

Middle Liddell

συν-εραστής, οῦ, ὁ,
a joint lover, Xen.