συνεράω
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
(A) pour together, gather together, πολλὰ συνεράσας ᾠὰ εἰς κύστιν Arist.GA752a4; συνερᾶν καὶ συμφέρειν, to explain ἔρανος, Ath. 8.362e: συνερασαι (sine accentu) is v.l. for συγκεράσαι in Isoc.5.138.
(B)
A love jointly or love together with, σοὶ καὶ ξυνήρων E.Andr. 223; χρή σε . . μοι τὠραμένῳ συνερᾶν ἀδόλως σέθεν Theoc.29.32; σύν μοι πῖνε, συνήβα, συνέρα Scol.22, cf. Plu.Ages.20, Alex.41, Procop. Gaz. p.164 B.; ἡ Συνερῶσα, play by Menander.
II Med. and Pass., καλὸν δέ τ' ἐρασσαμένῳ συνερᾶσθαι Bion Fr.8.8 codd. (συναρέσθαι is prob. cj.); ὅσα συνηράσθησαν = what loves they had enjoyed together, D.C.51.8.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
impf. συνήρων, ao. Pass. συνηράσθην;
aimer avec, partager l'amour de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐράω¹.
2-ῶ :
verser ensemble, mêler, rassembler.
Étymologie: σύν, ἐράω².
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εράω, Att. ook ξυνεράω mee liefhebben met, ondersteunen in de liefde, met dat.. ἐγὼ... σοὶ καὶ ξυνήρων ik ondersteunde jou zelfs in jouw verliefdheden Eur. Andr. 223.
German (Pape)
1 (ἐράω), mitlieben, neben einem Andern lieben; ξυνήρων, Eur. Andr. 222; συνέρα, Scol. 18 Jacobs – Als dep. pass. Einen wieder lieben, ihm Gegenliebe schenken, Bion 16.8.
2 zusammengießen, zusammenschütten, zusammenbringen; συνερᾶσαι τοὺς λόγους ἅπαντας, τοὺς ὑπ' ἐμοῦ περὶ τούτων εἰρημένους, Isocr. 5.138, Bekker, vulg. συνερανίσαιμι; Arist. gen. anim. 3.1 a.E.
Russian (Dvoretsky)
συνεράω: (aor. pass. συνηράσθην)
1 вместе любить: σ. τινι Eur. любить вместе с кем-л.; οἱ συνερῶντες Plut. соперники в любви;
2 благоприятствовать любви: τινὰ συνερῶντα ἔχειν Plut. иметь в ком-л. покровителя своей любви.
II [одного корня с ῥώομαι скапливать, собирать (ᾠὰ εἰς κύστιν Arst.; τοὺς λόγους ἅπαντας Isocr.).
Greek Monotonic
συνεράω: (Α), μέλ. -άσω [ᾱ], συναθροίζω, συγκεντρώνω, συλλέγω· συνερᾶσαι τοὺς λόγους, σε Ισοκρ.
• συνεράω: (Β), παρατ. -ήρων, αγαπώ από κοινού με κάποιον, τινί, σε Ευρ.· ομοίως, Επικ. απαρ. Μέσ. ενεστ., συνέρασθαι, σε Βίωνα.
Greek (Liddell-Scott)
συνεράω: (Α), συλλέγω, συναθροίζω, συνερᾶσαι τοὺς λόγους ἅπαντας Ἰσοκρ. 110Β· πολλὰ συνεράσας ᾠὰ εἰς κύστιν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 38· συνερᾶν καὶ συμφέρειν, εἰς ἑρμηνείαν τοῦ ἔρανος, Ἀθήν. 362Ε. ― Πρβλ. ἐξεράω.
Middle Liddell
1 fut. άσω
to pour together, gather together, συνερᾶσαι τοὺς λόγους Isocr.
2 imperf. -ήρων,
to love together with, τινί Eur.; so in epic mid. inf. συνέρασθαι, Bion.